Η Ελευσίνα μοιάζει με παλίμψηστο χειρόγραφο. Η ιστορία χάραξε πάνω της αλλεπάλληλα στρώματα γραφής συνθέτοντας ένα μακρύ, γοητευτικό μυθιστόρημα μέσα στους αιώνες. Ανθηροί οικισμοί, οχυρώσεις και χώροι για την άσκηση θρησκευτικής λατρείας αναπτύχθηκαν σ’ αυτόν τον τόπο σε όλες τις περιόδους της αρχαιότητας αλλά και των νεώτερων χρόνων. Η ιστορική αυτή διάρκεια ερμηνεύεται εύκολα λόγω της ευνοϊκής θέσης της πόλης σε καίριο σημείο, απ’ όπου διέρχονται κύριες οδικές αρτηρίες που συνδέουν την Αττική με την υπόλοιπη Ελλάδα. Παράλληλα το λιμάνι της, ασφαλισμένο από τους ανέμους μέσα σ’ ένα κλειστό κόλπο, αποτελεί διέξοδο θαλάσσιας επικοινωνίας και κόμβο διαμετακομιστικού εμπορίου. Σ’ αυτούς τους παράγοντες πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι διέθετε εύφορη, καλλιεργήσιμη γη το Θριάσιο Πεδίο, σημαντικό σιτοβολώνα της Αττικής, που τον διέσχιζε ο ελευσινιακός Κηφισός, ο σημερινός Σαρανταπόταμος.
Πυρήνα όλων των οικισμών που αναπτύχθηκαν στην Ελευσίνα, από την προϊστορική περίοδο μέχρι τα νεώτερα χρόνια, αποτέλεσε ο ανατολικότερος λόφος μιας χαμηλής λοφοσειράς που παρεμβάλλεται ανάμεσα στην πεδιάδα και στη θάλασσα. Η αρχαιολογική σκαπάνη βεβαίωσε ότι η κατοίκηση στην ευρύτερη περιοχή της Ελευσίνας αρχίζει στην τρίτη προχριστιανική χιλιετία, στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (2800-1900 π.χ.). Θεμέλια σπιτιών της Μέσης Χαλκοκρατίας (1900-1600 π.χ.) εντοπίστηκαν στην κορυφή και στις πλαγιές του λόφου, ενώ στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού (1600-1100 π.χ.) ο οικισμός εξαπλώνεται και στους πρόποδες του λόφου, προς τα βόρεια και ανατολικά. Το κύριο νεκροταφείο των οικισμών της Μέσης και της Ύστερης Χαλκοκρατίας εντοπίστηκε σε απόσταση περίπου 750μ. δυτικά του λόφου, κατά μήκος της αρχαίας οδού προς τα Μέγαρα. Κτερίσματα από τους εντυπωσιακούς τάφους του «Δυτικού Νεκροταφείου» εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης. Μια συστάδα προϊστορικών τάφων του «Δυτικού Νεκροταφείου» ταυτίστηκε με τον τάφο των «Επτά επί Θήβας», που αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ότι βρισκόταν στην Ελευσίνα. Στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού τοποθετούν οι ανασκαφείς του αρχαιολογικού χώρου την αρχή της λατρείας της Δήμητρος, ταυτίζοντας ένα μεγαροειδές οικοδόμημα μυκηναϊκών χρόνων που αποκαλύφθηκε κάτω από το κλασικό Τελεστήριο, ως τον πρώτο ναό της θεάς. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από τη μαρτυρία του «Ομηρικού Ύμνου εις Δήμητρα», ενός ποιήματος του 7ου αι. π.χ., που αναφέρει ότι στην εποχή της βασιλείας του Κελεού, δηλαδή στη Μυκηναϊκή περίοδο, χτίστηκε ο πρώτος ναός της Δήμητρος, με υπόδειξη της ίδιας της θεάς.
Στην περίοδο που ακολουθεί, δηλαδή στην Πρωτογεωμετρική εποχή (1100-900 π.χ.) παρατηρείται στην Ελευσίνα, όπως εξάλλου και στην υπόλοιπη Ελλάδα, μια δραματική μείωση του πληθυσμού, ως συνέπεια της θρυλούμενης «Καθόδου των Ηρακλείδων», δηλαδή των Δωριέων. Η κάμψη όμως αυτή δεν έχει μεγάλη διάρκεια, καθώς στην αμέσως επόμενη Γεωμετρική περίοδο (900-700 π.χ.) η ανάπτυξη του οικισμού είναι έντονη, όπως τεκμαίρεται από τον αριθμό και την κτέριση των τάφων του «Δυτικού Νεκροταφείου» αλλά και του «Νότιου Νεκροταφείου» που ερευνήθηκε στους πρόποδες του λόφου, προς την πλευρά της θάλασσας. Προς το τέλος της Γεωμετρικής Περιόδου, τον 8ο αι. π.χ., το Ιερό της Δήμητρος αποκτά Πανελλήνια ακτινοβολία, όπως μαρτυρούν οι γραπτές πηγές και τα ευρήματα. Η ανάπτυξη του Ιερού αυξάνεται ακόμη περισσότερο στην Αρχαϊκή εποχή (7ος και 6ος αι. π.χ.) και τα ονόματα γνωστών ιστορικών μορφών της περιόδου αυτής συνδέονται με την Ελευσίνα. Με τον Σόλωνα συσχετίζεται η οικοδομική φάση του ναού της θεάς που χρονολογείται στις αρχές του 6ου αι. π.χ. ενώ στον Πεισίστρατο αποδίδεται όχι μόνο το Τελεστήριο του τέλους του 6ου αι. π.χ. αλλά και μια σειρά άλλων έργων, όπως η εντυπωσιακή οχύρωση του Ιερού και της ακροπόλεως.Στο τελευταίο τέταρτο του 6ου αι. π.χ., γεννήθηκε στην Ελευσίνα ο μεγάλος Τραγικός ποιητής Αισχύλος (525-456 π.χ.). Κατά την τελευταία δεκαετία του 6ου αι. π.χ. με τη δημοκρατική μεταρρύθμιση του Κλεισθένη (508-504 π.χ.) και τη διοικητική διαίρεση της πόλεως-κράτους των Αθηνών σε δέκα φυλές, η Ελευσίνα εντάσσεται στην Ιπποθοωντίδα και αποτελεί έκτοτε έναν από τους δήμους της φυλής αυτής.
Η άνθιση της πόλης και του Ιερού διακόπτεται κατά τη διάρκεια των Περσικών πολέμων. Ο Αισχύλος και ο αδελφός του Κυνέγειρος διακρίνονται στους αγώνες κατά των εισβολέων. Το 480 π.χ. η επέλαση των περσικών στρατευμάτων έχει καταστροφικές συνέπειες καθώς αφήνουν πίσω τους την πόλη και το Ιερό της Δήμητρος γεμάτο ερείπια και στάχτες. Μετά τη νικηφόρο έκβαση της ναυμαχίας της Σαλαμίνας και της μάχης των Πλαταιών οι Έλληνες αποφασίζουν να μην αποκαταστήσουν για ένα διάστημα τα βεβηλωμένα Ιερά τους αλλά να τα αφήσουν ως μάρτυρες της βαρβαρότητας και της ασέβειας των Περσών. Όταν όμως η δημοκρατική εξουσία περιήλθε στον Περικλή, άρχισε μια νέα λαμπρή οικοδομική περίοδος για την Ελευσίνα και το Ιερό της. Ο φωτισμένος ηγέτης διέβλεψε τις δυνατότητες αίγλης που προσέδιδε στην πόλη-κράτος των Αθηνών η φήμη ενός Πανελλήνιου Ιερού όπως αυτό της ελευσίνιας Δήμητρος. Αναθέτει σε έναν από τους αρχιτέκτονες του Παρθενώνα, τον Ικτίνο, την ανοικοδόμηση του Τελεστηρίου. Όμως το φιλόδοξο σχέδιο που εκπόνησε ο εμπνευσμένος αρχιτέκτονας ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθεί με τις τεχνικές δυνατότητες της εποχής και η ολοκλήρωση του ναού ανατέθηκε σε άλλους αρχιτέκτονες που οι γραπτές πηγές μας παραδίδουν τα ονόματα τους: Κόροιβος, Ξενοκλής, Μεταγένης. Παράλληλα με το Ιερό, αναπτύσσεται και η πόλη. Ο δήμος των Ελευσίνιων κατά την κλασική και ελληνιστική περίοδο ήταν ένας από τους σημαντικότερους της Αττικής, με πολλές βουλευτικές ψήφους. Προσποριζόταν εισοδήματα από τις καλλιέργειες στην πεδιάδα, από τα λατομεία του ελευσινιακού λίθου αλλά και από το λιμάνι του, που διέθετε τεχνητό λιμενοβραχίονα, ίχνη του οποίου διασώζονταν μέχρι τα νεώτερα χρόνια. Η ισχυρή οχύρωση του λόφου της ακροπόλεως, ενισχυμένη από φρουρά Εφήβων που εκτελούσαν εδώ τη στρατιωτική τους θητεία, αποτελούσε καταφύγιο όχι μόνο των Ελευσίνιων αλλά και των μικρότερων γειτονικών δήμων. Όμως η περιοχή της Ελευσίνας, ακριβώς επειδή αποτελούσε τη δυτική μεθόριο της πόλεως-κράτους των Αθηνών, δεν ήταν δυνατόν να διαφύγει τις δηώσεις και τις καταστροφές κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, μολονότι οι Σπαρτιάτες σεβάστηκαν το Ιερό. Μετά το πέρας του πολέμου οι Τριάκοντα οχυρώνουν την Ελευσίνα και εδώ καταφεύγουν οι οπαδοί των ολιγαρχικών μετά την επικράτηση του Θρασύβουλου και των δημοκρατικών το 403 π.χ.. Ο διχασμός αυτός του αθηναϊκού κράτους διήρκεσε πολύ λίγο και σύντομα ο δήμος των Ελευσίνιων επανήλθε στο κράτος των Αθηνών και έκτοτε αποτέλεσε αναπόσπαστο τμήμα του και προπύργιο του. Μάλιστα, προς ενίσχυση της άμυνας της πόλεως χτίστηκε, κατά την ελληνιστική περίοδο, ένα οχυρό στην κορυφή του δυτικότερου λόφου, ο οποίος ως βραχώδης και απόκρημνος παρέμενε εκτός του οικισμού. Μόνο στην πλαγιά του υπήρχε ένα ιερό σπήλαιο αφιερωμένο στον Πάνα και τις νύμφες. Από επιγραφικές μαρτυρίες συνάγεται ότι το στάδιο και το θέατρο της Ελευσίνας βρίσκονταν στους νότιους πρόποδες του ανατολικού λόφου, έξω από τα τείχη της ακροπόλεως, στη θέση όπου στα νεώτερα χρόνια χτίστηκαν εργοστάσια.
Η εποχή της Ρωμαιοκρατίας είναι περίοδος ανάδειξης του Ιερού της Ελευσίνας ως θρησκευτικού κέντρου οικουμενικής σημασίας. Αρκετοί Ρωμαίοι αυτοκράτορες μυήθηκαν στα Ελευσίνια Μυστήρια και έδειξαν έμπρακτα την εύνοια τους προς το Ιερό και την πόλη. Την περίοδο τα ρωμαϊκής Δημοκρατίας (1ος αι. π.χ.-1ος αι. μ.χ.) χτίστηκαν τα Μικρά Προπύλαια του Ιερού από τον Κλαύδιο Άππιο Πούλχερ. Στην Αυτοκρατορική περίοδο, τον 2ο αι. μ.χ., διαμορφώθηκε η πλακόστρωτη αυλή του Ιερού και κατασκευάστηκαν οι δύο θριαμβικές αψίδες, ο ναός της Προπυλαίας Αρτέμιδος, η Κρήνη και τα μνημειώδη Μεγάλα Προπύλαια. Μετά την καταστροφική επιδρομή των βαρβάρων Κοστοβώκων, το 170 μ.χ., ανακατασκευάστηκε και διευρύνθηκε το Τελεστήριο. Τον 2οαι. μ.χ. κατασκευάζονται επίσης η λίθινη τετράτοξη γέφυρα του ελευσινιακού Κηφισού και το Υδραγωγείο, ένα τεράστιο τεχνικό έργο που έφερνε νερό από τις πηγές της Πάρνηθας για τις ανάγκες του Ιερού και της πόλης της Ελευσίνας. Τμήματα του ρωμαϊκού υδραγωγείου σώζονται κατά μήκος της ανατολικής πλευράς της σημερινής οδού Δήμητρος, ενώ η γέφυρα του Κηφισού, στη διασταύρωση της Ιεράς Οδού με τη Νέα Εθνική Οδό, αποτελεί ένα από τα καλύτερα σωζόμενα δείγματα ρωμαϊκής γεφυροποιίας. Όλα αυτά τα δημόσια έργα και κυρίως η οικουμενική φήμη των Μυστηρίων, μετατρέπουν την Ελευσίνα σε μια ευημερούσα πόλη. Έξω από τον περίβολο του Ιερού αναπτύσσεται ένας ολόκληρος τομέας εξυπηρέτησης των προσκυνητών, με πανδοχεία, λουτρά και τόπους εστίασης.
Με την επικράτηση του Χριστιανισμού ο βαθύς σεβασμός προς την ελευσινιακή θρησκεία δεν εκριζώνεται αμέσως αλλά επιβιώνει ως τα τέλη του 4ου αι. μ.χ. Μόνο με την έκδοση των αυστηρών διαταγμάτων του αυτοκράτορα Θεοδόσιου (379-395 μ.χ.) παύει η άσκηση της λατρείας, ενώ το τελειωτικό χτύπημα επιφέρουν οι ορδές του Αλάριχου, το 395 μ.χ. που ισοπεδώνουν το Ιερό της Δήμητρος και φονεύουν τον τελευταίο Ιεροφάντη.
Η καταστροφική επιδρομή των Γότθων του Αλάριχου επέφερε το αμετάκλητο τέλος του Ιερού, δεν ερήμωσε όμως οριστικά την περιοχή. Στερημένη από την αρχαία της δόξα, μια μικρή κοινότητα χριστιανών επιβιώνει στην παλαιοχριστιανική και την πρώιμη βυζαντινή περίοδο. Μάρτυρες αυτής της επιβίωσης είναι τα θεμέλια κατοικιών αυτής της περιόδου που έφεραν στο φως οι ανασκαφές, αλλά και τα ερείπια μιας τρίκλιτης βασιλικής του 5ουαι. μ.χ., που σώζονται στο προαύλιο του Αγίου Ζαχαρία καθώς και τα λείψανα βυζαντινής οχύρωσης στο λόφο της ακροπόλεως. Προφανώς, μοιραίες για τις τύχες των κατοίκων του βυζαντινού πολίσματος της Ελευσίνας στάθηκαν οι επιδρομές των Αράβων στην Αττική τον 9ο αι. μ.χ., που ενδεχομένως οδήγησαν στην εγκατάλειψη του χώρου για κάποιο διάστημα. Οπωσδήποτε, η διατήρηση του τοπωνυμίου, έστω και παρεφθαρμένου ως «Λεψίνα», συνιστά ένδειξη διατήρησης κάποιας δραστηριότητας στο χώρο. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας πάνω στα ερείπια του ελληνιστικού οχυρού του δυτικότερου λόφου, χτίζεται ένας πύργος για έλεγχο της ευρύτερης περιοχής και των περασμάτων. Τα θεμέλια του αρχαίου οχυρού και ο φράγκικος πύργος κατεδαφίστηκαν στη δεκαετία του 1950 κατά τη λατόμευση του δυτικού λόφου. Τον 14ο αι. μ.χ. ο πληθυσμός της δυτικής Αττικής ενισχύεται με την κάθοδο αλβανικών φύλων. Η κυριότερη εστία στην ευρύτερη περιοχή είναι πλέον τα Κούντουρα, χωριό προστατευμένο στην ενδοχώρα και όχι η παραθαλάσσια Ελευσίνα που ήταν έκθετη στις πειρατικές επιδρομές. Μόνο στην ύστερη Τουρκοκρατία χτίζονται κάποιες ταπεινές καλύβες πάνω στα ερείπια του αρχαίου Ιερού. Η έκρηξη του περιηγητισμού και η στροφή προς το πνεύμα της κλασικής αρχαιότητας, οδηγεί πολλούς Ευρωπαίους στο μικρό ψαροχώρι με το ένδοξο παρελθόν. Κάποιοι από αυτούς επιχειρούν λαθρανασκαφές. Ο Άγγλος Clarke στα 1801 δωροδοκεί τον Τούρκο διοικητή της «Λεψίνας» και μεταφέρει το μαρμάρινο άγαλμα της Καρυάτιδας των Μικρών Προπυλαίων στην πατρίδα του. Την πρώτη ευρύτερη ανασκαφική έρευνα και μελέτη των μνημείων του αρχαίου Ιερού επιχειρεί η φιλάρχαιος Εταιρεία των Dilettanti στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, στα 1812. Η απόπειρα αυτή δεν έχει συνέχεια, καθώς στα 1821 ξεσπά ο απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων κατά του οθωμανικού ζυγού. Οι χωρικοί της Λεψίνας μαζί με τους Κουντουριώτες και όλους τους Δερβενοχωρίτες, λαμβάνουν ενεργό μέρος στον αγώνα και προμηθεύουν με νέφτι και ρετσίνι τα υδραίικα πυρπολικά. Στα 1826, η εγκατάσταση ενός στρατοπέδου των Ελλήνων κοντά στο λόφο των αρχαιοτήτων, καθιστά την Ελευσίνα προπύργιο του αγώνα κατά των Τούρκων στην Στερεά Ελλάδα και παρεμποδίζει την δράση του Κιουταχή. Τη διοίκηση του στρατοπέδου έχει ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, που στηρίζεται στην ολόψυχη συμβολή των ντόπιων αγωνιστών, όπως ο Γιάννης Χατζημελέτης.
Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους αρχίζει η σταδιακή ανάπτυξη του χωριού με την κατασκευή κάποιων έργων στοιχειώδους υποδομής στην περιοχή, όπως οι αμαξιτοί δρόμοι προς Μέγαρα και Θήβα (1839) και η εγκατάσταση Υπηρεσιών, όπως το «Υποτελωνείον Ελευσίνος» (1842), ο «Υγειονομικός Σταθμός» για την πρόληψη μετάδοσης ασθενειών από τα πληρώματα των πλοίων (1845) και το Ειρηνοδικείον(1849).
Στα 1859 η τυχαία εύρεση του «Μεγάλου Ελευσινιακού Ανάγλυφου», ενός έργου υψηλής τέχνης του 5ου αι. π.χ., στο προαύλιο του μεταβυζαντινού ναίσκου του Αγίου Ζαχαρία, αναθέρμανε το ενδιαφέρον για αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή. Στα 1860 ο γάλλος αρχαιολόγος Fr. Lenormant, με άδεια της ελληνικής κυβέρνησης, πραγματοποίησε ανασκαφικές εργασίες περιορισμένης διάρκειας και έκτασης, καθώς η πρόοδος των εργασιών εμποδιζόταν από την ύπαρξη ιδιωτικών κατοικιών πάνω από τα μνημεία. Μόνο μετά την ολοκλήρωση ενός προγράμματος εκτεταμένων απαλλοτριώσεων, στα 1882, άρχισαν από την Αρχαιολογική Εταιρεία οι κυρίως συστηματικές ανασκαφές, με πρώτο διευθυντή τους τον Δημ. Φίλιο. Η αρχαιολογική έρευνα που συνεχίστηκε σχεδόν για ένα αιώνα, από τους Α. Σκιά, Κ. Κουρουνιώτη, Γ. Μυλωνά και I. Τραυλό, έφερε ξανά στο φώς το Ιερό της Δήμητρος και την ακρόπολη της Ελευσίνος.
Η απασχόληση στις ανασκαφές, έστω και εποχιακή, ήταν ένας επιπλέον παράγοντας προσέλκυσης εργατικού δυναμικού στην Ελευσίνα, που προστέθηκε στις πρώτες απόπειρες βιομηχανικής ανάπτυξης που είχαν αρχίσει να εκδηλώνονται. Στα 1875 ιδρύθηκε το πρώτο εργοστάσιο στην περιοχή, το Σαπωνοποιείο Χαριλάου. Ακολούθησε η εγκατάσταση άλλων σαπωνοποιείων και αλευρόμυλων. Στις αρχές του 20ου αι. ιδρύονται η Εταιρεία Οίνων και Οινοπνευμάτων «Βότρυς» και το εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου «TITAN» και λίγο αργότερα το εργοστάσιο οινοπνευματοποιίας «ΚΡΟΝΟΣ» (1922) και η πρώτη βιομηχανία βερνικοχρωμάτων στην Ελλάδα «ΙΡΙΣ» (1925). Αυτές οι μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, καθώς και τα μικρότερα εργοστάσια ρητίνης και τα κεραμοποιεία της περιοχής παρέχουν εργασία και απασχόληση όχι μόνο στο ντόπιο πληθυσμό, αλλά και στο κύμα των προσφύγων που βρίσκει καταφύγιο στην Ελευσίνα, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή στα 1922.
Οι ιστορικές και οικονομικές αυτές εξελίξεις μεταβάλλουν τον χαρακτήρα της Ελευσίνας από αγροτικό σε αστικό. Η αναμόρφωση αυτή είναι ορατή και στα κτήρια των ιδιωτικών κατοικιών που κατασκευάζονται αυτή την περίοδο, από τα οποία ευάριθμα σώζονται μέχρι σήμερα στο «ιστορικό κέντρο» της σύγχρονης πόλης. Στα 1924 οι κοινόχρηστοι χώροι της πόλης, δρόμοι και πλατείες, ηλεκτροφωτίζονται και κατασκευάζεται ο πύργος του δημόσιου ρολογιού στο λόφο των αρχαιοτήτων. Ο Ελευσίνιος πολιτικός Θ. Πάγκαλος μετά την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας της χώρας στα 1925, επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον τόπο καταγωγής του, θεσπίζοντας με Νομοθετικό Διάταγμα στα 1926 ειδική φορολογία «υπέρ της Κοινότητας και του λιμένος Ελευσίνος». Τα έσοδα από αυτή τη φορολογία που διατέθηκαν για έργα οδοποιίας, φύτευση δεντροστοιχίων, βελτίωση των εκπαιδευτηρίων, ύδρευση και καθαριότητα, συνέτειναν στη μεταμόρφωση της Ελευσίνας σε σύγχρονη πόλη. Πάνω στις υποδομές αυτές βασίστηκαν και οι πρώτες απόπειρες πολιτιστικής ανάπτυξης. Στη δεκαετία του 1930 συγκροτούνται δύο αθλητικοί όμιλοι, ο Πανελευσινιακός και ο Ελευσινιακός Α.Ο., καθώς και η Φιλαρμονική Ελευσίνος που είχε αξιόλογη δραστηριότητα. Εξάλλου, ο αρχαιολογικός χώρος της Ελευσίνας αποτελεί πόλο έλξης καλλιεργημένων επισκεπτών και σε μερικές περιπτώσεις χώρο πραγματοποίησης καλλιτεχνικών εκδηλώσεων. Στα 1935 ο Άγγελος Σικελιανός διαβάζει μέσα στο Τελεστήριο, μπροστά σε ένα πυκνό ακροατήριο ανθρώπων του Πνεύματος, την «Ελευσίνια Διαθήκη», ένα κείμενο που προβάλλει την Ελευσίνα ως σύμβολο για την ανανέωση και την κάθαρση της ελληνικής ζωής. Δείγματα της σύνδεσης του μεγάλου Έλληνα ποιητή με το χώρο των Μυστηρίων αποτελούν επίσης το ποίημα του «Ιερά Οδός» καθώς και το γεγονός ότι στα 1940 τέλεσε το γάμο του με τη σύζυγο του Άννα μέσα στον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνος.
Η πρόοδος της πόλης, όπως εξάλλου και ολόκληρης της Ελλάδας, αναστέλλεται από την έκρηξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Πολλοί Ελευσίνιοι θυσιάζουν τη ζωή τους στον πόλεμο κατά των δυνάμεων του Άξονος, ενώ κατά τη διάρκεια της Κατοχής ο άμαχος πληθυσμός αποδεκατίζεται από τα δεινά του πολέμου, την ασιτία και τους βομβαρδισμούς. Η Ελευσίνα δοκιμάστηκε ιδιαίτερα από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς λόγω της υπάρξεως του στρατιωτικού της αεροδρομίου, η λειτουργία του οποίου είχε αρχίσει στα 1938. Όμως στα βουνά γύρω από την πόλη, και κυρίως στην περιοχή των Δερβενοχωρίων, οργανώνεται και ξεσπά ο ένοπλος αγώνας κατά των κατακτητών, που τροφοδοτείται και ενισχύεται από την αντιστασιακή οργάνωση της Ελευσίνας. Οι γερμανοί κατακτητές αντιδρούν με επανειλημμένα «μπλόκα», από τα οποία το αγριότερο ήταν το «μπλόκο» της 29ης Απριλίου 1943.
Την ίδια περίοδο, ο Ελευσίνιος Βασίλης Λάσκος, κυβερνήτης του υποβρυχίου «Λ. Κατσώνης» καταδιώκει στη θάλασσα τους Γερμανούς, ώσπου τον Σεπτέμβριο του 1943, βρίσκει ηρωικό θάνατο όταν το σκάφος του βυθίζεται κατά την αναμέτρηση του με ένα εχθρικό πολεμικό πλοίο.
Με τόσους αγώνες και τέτοιες θυσίες ακριβοπληρωμένη φθάνει επιτέλους, στις 12 Οκτωβρίου 1943, η φωτεινή ημέρα της απελευθέρωσης της πόλης από τους Γερμανούς κατακτητές. Μετά το τέλος του πολέμου αλλά και της εμφύλιας τραγωδίας που τον ακολούθησε, η Ελευσίνα εισέρχεται οριστικά στην πορεία της εκβιομηχάνισης. Η γεωγραφική της θέση και το λιμάνι της ευνοούν την ανάπτυξη κάθε είδους οικονομικών δραστηριοτήτων. Έτσι, εκτός από τις παλιές βιομηχανικές μονάδες που εκσυγχρονίζονται, εγκαθίστανται στην περιοχή της πόλης πολλά νέα εργοστάσια. Το 1953 αρχίζει η λειτουργία της Χαλυβουργικής, το 1955 ιδρύεται η «Ελαιουργική» και λίγο αργότερα μικρότερες μονάδες όπως το «Παγοποιείο» και τα ναυπηγεία Σάββα. Οι ανάγκες των εργοστασίων σε εργατικό δυναμικό οδηγούν στην Ελευσίνα αλλεπάλληλα κύματα εσωτερικής μετανάστευσης. Νέοι κάτοικοι από την Ήπειρο, τη Χίο, τα Δωδεκάνησα και την Κρήτη θα εγκατασταθούν στην πόλη που ο πληθυσμός της αυξάνεται ραγδαία.
Η συγκέντρωση όμως τόσων εργοστασίων στην πόλη και στην ευρύτερη περιοχή του Θριάσιου, όπου λειτουργούν δύο διυλιστήρια, δύο χαλυβουργεία, δύο εργοστάσια τσιμέντου, δύο ναυπηγεία, μια βιομηχανία πυρομαχικών και δεκάδες μικρότερες βιομηχανίες και βιοτεχνίες, είχε καταστροφικά αποτελέσματα για το περιβάλλον. Η μόλυνση της ατμόσφαιρας και των υδάτων είχε αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία του πληθυσμού. Οι έντονες διαμαρτυρίες και αντιδράσεις των κατοίκων είχαν ως αποτέλεσμα τη λήψη επανορθωτικών μέτρων και την αισθητή μείωση της ρύπανσης.
Η Ελευσίνα του 21ου αιώνα εξελίσσεται σε μια σύγχρονη πόλη που επιπλέον διαθέτει τις περγαμηνές ενός ένδοξου παρελθόντος. Είναι το διοικητικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής και αποτελεί έδρα της Νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο αρχαιολογικός χώρος και το Μουσείο της αποτελούν πόλο διεθνούς προβολής και τουριστικής έλξης. Επίσης τα «Αισχύλεια», δηλαδή οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις που οργανώνονται από το Δήμο Ελευσίνος κάθε φθινόπωρο, αποτελούν πλέον ένα θεσμό που δίνει τη δυνατότητα να εκφραστούν τα σύγχρονα πολιτιστικά ενδιαφέροντα της πόλης. Παράλληλα λοιπόν με την οικονομική ανάπτυξη, τις συνεχείς προσπάθειες βελτίωσης των υποδομών και των μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος, καταβάλλονται προσπάθειες από δημόσιους φορείς, ιδιωτικούς συλλόγους και μεμονωμένα άτομα, αποκατάστασης του πνευματικού χαρακτήρα αυτής της πόλης ώστε να γίνει αντάξια της βαριάς κληρονομιάς που φέρει το όνομα «Ελευσίς».
Κείμενο της Αρχαιολόγου Καλλιόπης Παπαγγελή.